περυσινός

περυσινός
η , ό[ν] см. περσινός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περυσινός" в других словарях:

  • περυσινός — of last year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… …   Dictionary of Greek

  • περυσινά — περυσινός of last year neut nom/voc/acc pl περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc/acc dual περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῶν — περυσινός of last year fem gen pl περυσινός of last year masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινόν — περυσινός of last year masc acc sg περυσινός of last year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσιναῖς — περυσινός of last year fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοί — περυσινός of last year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοῦ — περυσινός of last year masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινούς — περυσινός of last year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῆς — περυσινός of last year fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῇ — περυσινός of last year fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»